μαλαθράκι

μαλαθράκι
το сыпь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μαλαθράκι" в других словарях:

  • μαλαθράκι — το είδος εξανθήματος, ο μαλάθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διαλ. μαλανθράκη < αρχ. *μελανθράκη (< μέλας + ἄνθραξ), με προληπτική αφομοίωση τού ε σε α και με αλλαγή γένους, πιθ. κατ επίδραση ονομασιών άλλων εξανθημάτων ουδ. γένους (πρβλ. σπυρί)] …   Dictionary of Greek

  • μαλάθρακας — ο είδος εξανθήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεγεθ. τού μαλαθράκι* κατ επίδραση τού άνθρακας)] …   Dictionary of Greek

  • μελανθράκη — μελανθράκη, ἡ (Μ) αποστηματώδες οίδημα τού δέρματος, δοθιήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ἄνθραξ (βλ. και λ. μαλαθράκι)] …   Dictionary of Greek

  • μαλάθρακας — ο και μαλαθράκι, το μορφή δερματικής ασθένειας, ο άνθρακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»